Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Το πλήρες χρήμα

Για την ασφάλεια των καταθέσεων, για την αντιμετώπιση των κρίσεων και για το τέλος της δικτατορίας των τοκογλύφων, απαιτείται η εθνικοποίηση των κεντρικών τραπεζών και η κρατική νομισματική κυριαρχία – ο δρόμος της Ισλανδίας και της Ελβετίας


ΕΙΚΟΝΑ-Ελλάδα-Τράπεζα-της-Ελλάδος
«Εάν εξαναγκασθεί η Ελλάδα στην έξοδο της από την Ευρωζώνη, την οποία εύλογα δεν επιθυμεί κανείς, μπορεί να τα καταφέρει – αρκεί να διαπραγματευθεί σωστά το θέμα του δημοσίου χρέους της, διαγράφοντας ένα μεγάλο μέρος του μία ικανή κυβέρνηση εθνικής συνοχής και ομοψυχίας, με τη συνεργασία όλων των κομμάτων μεταξύ τους.
Οφείλει να υιοθετήσει βέβαια μία εντελώς διαφορετική πολιτική, βασικά συστατικά της οποίας θα πρέπει να είναι απαραίτητα η άμεση δημοκρατία, καθώς επίσης η απόλυτη νομισματική κυριαρχία – με την απαγόρευση της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά, εκ μέρους των τοκογλύφων, καθώς επίσης με την εθνικοποίηση της κεντρικής της τράπεζας» (Ν.Β.).

Ανάλυση 

Σε προηγούμενο κείμενο της σελίδας (Η στρατηγική της Ισλανδίας) αναφέρθηκε ότι, για να μπορέσει μία χώρα να σταθεί πραγματικά στα πόδια της, πρέπει να σταματήσει να εξαρτάται από το παγκόσμιο τοκογλυφικό σύστημα – υιοθετώντας το πλήρες χρήμα και εθνικοποιώντας, πριν από κάθε τι άλλο, την κεντρική της τράπεζα, η οποία πρέπει να έχει τον απόλυτο έλεγχο της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά.
Διαφορετικά είναι έρμαιο της παγκόσμιας ελίτ και των ισχυρών κρατών του πλανήτη, τα οποία την απομυζούν κυριολεκτικά –συνήθως με τη βοήθεια των οικονομικών κρίσεων, με το χρηματισμό της πολιτικής της ηγεσίας, με τους τόκους για ανύπαρκτα ουσιαστικά χρήματα κοκ.
Υπενθυμίσαμε δε πώς η Τράπεζα της Ελλάδας δεν ανήκει στο ελληνικό δημόσιο, οπότε θα έπρεπε να εθνικοποιηθεί πριν από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια της όποιας κυβέρνησης – πόσο μάλλον όταν αποτελεί τη βασική «πηγή διαρροών», με αποδέκτες τους διεθνείς τοκογλύφους οι οποίοι, μέσω αυτής, γνωρίζουν όλα τα μυστικά της χώρας μας.
Περαιτέρω, στη μελέτη που παρουσιάστηκε στην κυβέρνηση της Ισλανδίας, τονίσθηκαν τα πλεονεκτήματα της υιοθέτησης του συστήματος του πλήρους χρήματος – ξεκινώντας από το ότι, οι ιδιωτικές τράπεζες θα έπαυαν να εγγράφουν τεράστια κέρδη από την αγορά, καθώς επίσης από την πώληση των ομολόγων του δημοσίου (οι ελληνικές τράπεζες κέρδιζαν περί το 5% πριν από τη χρεοκοπία της Ελλάδας, με μηδενικό σχεδόν κόστος), εις βάρος των φορολογουμένων Πολιτών, επειδή οι κυβερνήσεις επιβαρύνονται με υψηλότατους τόκους από τους ιδιώτες-αγοραστές των ομολόγων. Συνέχιζε δε (πηγή) με το εξής:
«Επειδή η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά έχει δοθεί στις ιδιωτικές τράπεζες, η κεντρική τράπεζα της Ισλανδίας, οπότε το δημόσιο, χάνει σημαντικά εισοδήματα από τους τόκους – ενώ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτά τα έσοδα για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, για τον περιορισμό της φορολογίας των Πολιτών κοκ.
Σε ένα σύστημα πλήρους χρήματος, οι ιδιωτικές τράπεζες δεν μπορούν να δημιουργήσουν χρήματα από το πουθενά. Η νομισματική κυριαρχία, η ισχυρότατη αυτή εξουσία, ευρίσκεται στα χέρια της κεντρικής τράπεζας – η οποία έχει την εντολή να εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα της οικονομίας και της κοινωνίας, στο σύνολο τους.
Στο παραπάνω σύστημα όλα τα χρήματα που τίθενται σε κυκλοφορία, είτε σε φυσική, είτε σε ηλεκτρονική μορφή, δημιουργούνται από την κεντρική τράπεζα. Οι ιδιωτικές (εμπορικές) τράπεζες δεν δημιουργούν πλέον χρήματα, συνεχίζοντας όμως να προσφέρουν υπηρεσίες συναλλαγών στους πελάτες τους, καθώς επίσης δάνεια – μετατρεπόμενες σε μεσάζοντες, μεταξύ των καταθετών και των δανειζομένων».
Υπάρχει βέβαια ένας ακόμη πολύ σημαντικός κανόνας: η υπηρεσία πληρωμών πρέπει να  αποτελείται από λογαριασμούς συναλλαγών ιδιωτών και επιχειρήσεων. Τα χρήματα σε αυτούς τους λογαριασμούς θα είναι ηλεκτρονικά πλήρη χρήματα, τα οποία θα δημιουργούνται από την κεντρική τράπεζα. Οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί συναλλαγών δεν έχουν κανένα ρίσκο, επειδή παραμένουν άτοκοι στην κεντρική τράπεζα – ενώ η κεντρική τράπεζα δεν τους θέτει στη διάθεση των ιδιωτικών τραπεζών, για τη διεξαγωγή επενδύσεων.
Συνεχίζοντας, η κεντρική τράπεζα είναι η μοναδική υπεύθυνη για τη δημιουργία των απαραίτητων χρημάτων, όσον αφορά την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης. Αντί λοιπόν να αρκείται στα επιτόκια, για να ρυθμίζεται αυτόματα η δημιουργία χρημάτων από τις ιδιωτικές τράπεζες, η κεντρική τράπεζα μπορεί να αλλάζει μόνη της την ποσότητα χρήματος στην οικονομία.
Οι αποφάσεις τώρα για τη δημιουργία νέων χρημάτων θα λαμβάνονται από μία επιτροπή ειδικών επιστημόνων, η οποία θα είναι ανεξάρτητη από την εκάστοτε κυβέρνηση – τα συμπεράσματα και οι ενέργειες της οποίας θα είναι απόλυτα διαφανή, όπως τα αντίστοιχα των νομισματικών επιτροπών.
Η επιτροπή αυτή, η τέταρτη ουσιαστικά εξουσία σε μία χώρα με πολίτευμα άμεσης δημοκρατίας (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική και νομισματική εξουσία), θα μπορούσε να ψηφίζεται απ’ ευθείας από τους Πολίτες – όπου όμως υποψήφιοι θα ήταν οι καλύτεροι επιστήμονες της.

Οι αντιδράσεις των τοκογλύφων

Συνεχίζοντας, το παραπάνω σύστημα έχει ήδη προταθεί από τον οικονομολόγο I. Fisher, καθώς επίσης από αρκετούς άλλους, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 – ως ο ιδανικός τρόπος για την καταπολέμηση της. Εν τούτοις το τραπεζικό λόμπι, πανίσχυρο ανέκαθεν, κατάφερε να τοποθετηθεί στο αρχείο η πρόταση – αφού ήταν εναντίον των συμφερόντων του.
Εάν είχε υιοθετηθεί, τότε το Κογκρέσο των Η.Π.Α. θα μπορούσε να θεσμοθετήσει κάτι ανάλογο, με αυτό που συζητείται σήμερα στην Ισλανδία – με αποτέλεσμα να αφαιρούταν από την ιδιωτική Fed (ανάλυση) η άδεια δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά. Σε μία τέτοια περίπτωση, όπως αναφέρεται στο αμερικανικό σύνταγμα (Άρθρο 1, παράγραφος 8), το Κογκρέσο θα είχε πλέον την εξουσία να τυπώνει χρήματα, καθορίζοντας το ίδιο την αξία τους.
Φυσικά το βασικότερο στοιχείο της μελέτης της Ισλανδίας είναι η εθνικοποίηση της κεντρικής τράπεζας, η οποία θα έπρεπε υποχρεωτικά να ανήκει στο δημόσιο – όπως επίσης η έκδοση χρημάτων, έτσι ώστε να πάψουν να προκαλούνται συνεχώς οικονομικά κραχ, υφέσεις ή ανεργία, να μην πληρώνει το κράτος τόκους για τα χρήματα που θέτει στην κυκλοφορία κοκ.
Συνεχίζοντας, η υιοθέτηση του συστήματος του πλήρους χρήματος, από τεχνικής πλευράς, δεν είναι καθόλου δύσκολο να πραγματοποιηθεί, ενώ το μοναδικό που απαιτείται είναι ουσιαστικά η πολιτική βούληση – η θέληση των κυβερνήσεων να ενεργούν προς όφελος του κράτους και των Πολιτών τους, χωρίς να τους εγκαταλείπουν στο έλεος των τοκογλύφων.
Η δυσκολία έγκειται στην αντίθεση των τραπεζικών «γκάγκστερ», οι οποίοι δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να χάσουν το «βασιλικό« τους προνόμιο – έχοντας τα χρήματα και τις ικανότητες να προστατεύσουν τη βασική πηγή του αμύθητου πλούτου και της πολιτικής ισχύος τους.
Εύλογα λοιπόν υποθέτει κανείς πως η Ισλανδία θα τοποθετηθεί στο στόχαστρο τους, καθώς επίσης οποιαδήποτε άλλη χώρα σκεφθεί να υιοθετήσει κάτι ανάλογο – όπως για παράδειγμα η Ρωσία, η οποία επίσης σχεδιάζει ένα τέτοιο σύστημα πλήρους χρήματος, μετά τις τρομακτικές οικονομικές επιθέσεις που δέχθηκε από τις Η.Π.Α.
Όσον αφορά τη χώρα μας, η προηγούμενη κυβέρνηση βιάστηκε να ανανεώσει τη σύμβαση της με την ιδιωτική Τράπεζα της Ελλάδας για αρκετά χρόνια, λίγο πριν λήξει – υπογράφοντας έτσι την άνευ όρων υποταγή της πατρίδας μας στους τοκογλύφους, χωρίς κανένας Έλληνας να το αντιληφθεί, αφού τα ΜΜΕ τήρησαν σχεδόν απόλυτη σιωπή είτε σκόπιμα, είτε από άγνοια.
Περαιτέρω, υπάρχουν και σε άλλα κράτη Πολίτες που υποστηρίζουν το σύστημα του πλήρους χρήματος, θέλοντας να απελευθερωθούν «άπαξ και δια παντός» από το χρηματοπιστωτικό κτήνος (άρθρο) – όπως η δεύτερη χώρα που έχει ως κυρίαρχο πολίτευμα την άμεση δημοκρατία: η Ελβετία, η εξέλιξη του ΑΕΠ της οποίας μετά την κρίση του 2008 ήταν καλύτερη από αυτήν της Γερμανίας (γράφημα).
ΓΡΑΦΗΜΑ-Ελβετία-Γερμανία-ΑΕΠ-σύγκριση
Όπως διαπιστώνεται από το γράφημα, παρά το ότι οι τράπεζες της Ελβετίας ήταν σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες στα αμερικανικά ενυπόθηκα δάνεια, η πτώση του ΑΕΠ της χώρας ήταν πολύ μικρότερη από αυτήν της Γερμανίας(διακεκομμένη γραμμή, δεξιά στήλη) – ενώ έχει ξεπεράσει αρκετά τα επίπεδα του 2009.

Η ελβετική πρωτοβουλία

Συνεχίζοντας, η «πρωτοβουλία για την υιοθέτηση του πλήρους χρήματος» στην Ελβετία (Vollgeld-Initiative), μία οργάνωση δηλαδή που ασχολείται ενεργά με το θέμα, συγκεντρώνοντας υπογραφές Πολιτών, απαιτεί το μονεταριστικό εκσυγχρονισμό της χώρας, έτσι ώστε να πάψουν να υπάρχουν οικονομικές κρίσεις  – τοποθετούμενη στα εξής τρία κεντρικά σημεία:
(α)  Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (SNBανήκει πλειοψηφικά κατά 52% στα καντόνια και στις τράπεζες τους, ενώ είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο – πηγή) οφείλει να έχει το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης χρημάτων – είτε σε φυσική, είτε σε ηλεκτρονική μορφή. Οι ιδιωτικές (εμπορικές τράπεζες) δεν πρέπει να δημιουργούν χρήματα από το πουθενά, δανείζοντας μόνο τις καταθέσεις των πελατών τους.
(β)  Η έκδοση χρημάτων πρέπει να πάψει να είναι συνδεδεμένη με το χρέος της οικονομίας και της κοινωνίας.
(γ)  Τα κέρδη από την έκδοση χρημάτων πρέπει να οδηγούνται στα κρατικά ταμεία –  έτσι ώστε να «ανακουφίζουν» τον προϋπολογισμό και να ωφελούν το κοινωνικό σύνολο.
Κατά την ελβετική πρωτοβουλία και τα τρία παραπάνω στοιχεία είναι «ιστορικά ριζωμένα» στη χώρα, ενώ το φράγκο ήταν ουσιαστικά «κατασκευασμένο» για πάρα πολλά χρόνια, είχε σχεδιαστεί από την αρχή δηλαδή ως πλήρες χρήμα – οπότε πρέπει να επανέλθει στη συγκεκριμένη του μορφή.
Δημιουργήθηκε το 1848 με τη μορφή του ασημένιου νομίσματος, όταν στην καινούργια τότε ιδρυθείσα ομοσπονδιακή δημοκρατία, δόθηκε από το σύνταγμα το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης του. Η ομοσπονδία παρακολουθούσε, επόπτευε καλύτερα την εκτύπωση των νομισμάτων, καθορίζοντας το περιεχόμενο τους σε ασήμι. Το ασημένιο φράγκο ήταν ένα ασφαλές και χωρίς χρέη νόμισμα, η αξία του οποίου αντιπροσώπευε το περιεχόμενο του στο ευγενές μέταλλο.

Ιστορική αναδρομή   

Το επόμενο κεφάλαιο στην ιστορία του ελβετικού φράγκου ξεκίνησε με τη χρήση των χαρτονομισμάτων, ως μέσο συναλλαγής – η οποία αναπτύχθηκε ραγδαία, στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Κάθε τράπεζα τότε μπορούσε να τυπώνει μόνη της χαρτονομίσματα, τα οποία είχαν ως αντίκρισμα το ασημένιο φράγκο – ανταλλασσόταν δηλαδή με αυτό, αποτελώντας από νομικής πλευράς ένα υποκατάστατο των χρημάτων.
Εν τούτοις πολλές τράπεζες δεν ήταν πρόθυμες να ρευστοποιήσουν τα χαρτονομίσματα άλλων τραπεζών – ή απαιτούσαν μία σημαντικά ακριβότερη τιμή. Ορισμένες δε αδυνατούσαν να ανταλλάξουν τα χαρτονομίσματα των πελατών τους με ασημένια φράγκα, επειδή είχαν εκδώσει πολύ περισσότερα, από όσα αντιστοιχούσαν στα αποθέματα τους.
Για να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα η Ελβετία, σε μία αναθεώρηση του συντάγματος της το 1874, καθόρισε νομικά τις προϋποθέσεις της έκδοσης, της κάλυψης, καθώς επίσης της ανταλλαγής των χαρτονομισμάτων – κάτι που αποδείχθηκε ανεπαρκές, αφού τα μειονεκτήματα της ύπαρξης πολλών κεντρικών τραπεζών (με την έννοια της έκδοσης χάρτινων νομισμάτων), παρέμειναν ως είχαν. Έτσι, τοποθετήθηκε ως στόχος μία θεμελιώδης νομισματική μεταρρύθμιση, μέσω της οποίας το κράτος θα είχε το μονοπώλιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων.
Το κοινοβούλιο λοιπόν, με μία επίσημη τοποθέτηση του στις 30 Δεκεμβρίου του 1890, υποστήριξε πως η ύπαρξη πολλών εκδοτριών τραπεζών οδηγεί σε έντονες χρηματοπιστωτικές κρίσεις – επειδή η εμπιστοσύνη στη φερεγγυότητα της κάθε μίας είναι εύκολο να χαθεί, λόγω των πολλών υποκαταστημάτων και των πάσης φύσεως υποχρεώσεων τους, με αποτέλεσμα τυχόν απώλεια της εμπιστοσύνης σε κάποια, να προκαλεί μία ανάλογη απώλεια σε όλες τις υπόλοιπες.
Επομένως, για να εξασφαλισθεί η απαιτούμενη εμπιστοσύνη, οπότε η χωρίς προβλήματα κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων, θα έπρεπε να υπάρχει μόνο μία τράπεζα – η οποία θα εξέδιδε κατ’ αποκλειστικότητα χαρτονομίσματα, εξυπηρετώντας το κοινωνικό σύνολο. Το βασικό αντικείμενο δε αυτής της «κεντρικής τράπεζας», η οποία θα έπρεπε να είναι ισχυρή, χωρίς να κινδυνεύει από τον υστερόβουλο και μικροαστικό ανταγωνισμό των υπολοίπων, θα ήταν η συνεχής επαφή της με το σύνολο των τραπεζών της χώρας.
Η παραπάνω τοποθέτηση του ελβετικού κοινοβουλίου, οδήγησε στο να δοθεί στο κράτος το μονοπώλιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων – μέσω της ψήφισης ενός νόμου από τους Πολίτες της άμεσης δημοκρατίας (18.10.91). Μέχρι να λειτουργήσει όμως η κεντρική τράπεζα (SNB), καθώς επίσης να ασκήσει το μονοπωλιακό δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομισμάτων, πέρασαν αρκετά χρόνια.
Ολοκληρώνοντας, το άρθρο του ελβετικού συντάγματος από το 1891 που αφορά το μονοπώλιο του κράτους στην έκδοση χαρτονομισμάτων αρχίζει ως εξής: «Το δικαίωμα στην έκδοση χαρτονομισμάτων, καθώς επίσης άλλων παρόμοιων χρημάτων, αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του κράτους«. Επειδή τώρα η προσθήκη «άλλων παρόμοιων χρημάτων» αφαιρέθηκε από την αναθεώρηση του 1999 που αφορά τη νομισματική πολιτική, η «Πρωτοβουλία του Πλήρους Χρήματος» απαιτεί να γραφτεί ξανά στο σύνταγμα – κάτι που θα εξηγηθεί στη συνέχεια.

Το κρατικό μονοπώλιο της δημιουργίας χρήματος

Η Ελβετία, από το 1891 έως το 1999 είχε ως κράτος, με βάση το σύνταγμα της, το ολοκληρωτικό μονοπώλιο της δημιουργίας χρημάτων – τόσο όσον αφορά τα μετρητά (μεταλλικά και χάρτινα νομίσματα), όσο και τα «άλλα παρόμοια χρήματα», όπως τα ηλεκτρονικά. Το μονοπώλιο όμως αυτό ήταν μόνο στα χαρτιά – αφού στην πράξη οι τράπεζες δεν το σεβόντουσαν, όταν ξεκίνησαν τις συναλλαγές χωρίς μετρητά, εκδίδοντας ηλεκτρονικά χρήματα.
Έκτοτε η έκδοση ηλεκτρονικών λογιστικών χρημάτων εκ μέρους των ιδιωτικών τραπεζών αυξήθηκε κατακόρυφα– ενώ μετά το 1999 η διαδικασία επιταχύνθηκε, όπως συμπεραίνεται μεταξύ άλλων από την αύξηση των τραπεζικών ισολογισμών (γράφημα).
ΓΡΑΦΗΜΑ-Ελβετία-ισολογισμός-τραπεζών
Σήμερα, τα ηλεκτρονικά χρήματα έχουν μερίδιο της τάξης του 90% των συνολικών χρημάτων που κυκλοφορούν στην Ελβετία – ενώ όλοι οι λογαριασμοί καταθέσεων αποτελούνται κυρίως από αυτού του είδους τα λογιστικά χρήματα, τα οποία εκδίδονται από τις ιδιωτικές τράπεζες.
Το κράτος αποδεχόταν σιωπηρά, έδειχνε ανοχή δηλαδή για πάρα πολλά χρόνια, όσον αφορά τη συγκεκριμένη λειτουργία των τραπεζών, η οποία δεν ήταν «συμβατή» με τις επιταγές του συντάγματος – ενώ με την αναθεώρηση του 1999 το σύνταγμα προσαρμόσθηκε στην πράξη, αντί να συμβεί το αντίθετο, χωρίς να γίνει θέμα δημόσια η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, εκ μέρους των ιδιωτικών τραπεζών.
Το τέλος του κρατικού μονοπωλίου λοιπόν, όσον αφορά την έκδοση χρημάτων, έλαβε χώρα εν αγνοία ουσιαστικά των Πολιτών της Ελβετίας – παρά το ότι το ομοσπονδιακό συμβούλιο τόνισε πως, όσον αφορά τις τραπεζικές καταθέσεις, δεν πρόκειται για πραγματικά χρήματα, αιτιολογώντας την τοποθέτηση του ως εξής:
«Τα χρήματα αυτά, λόγω της διαφορετικής πιστοληπτικής αξιολόγησης των εκάστοτε τραπεζών, δεν έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά – ενώ τους λείπει η τυποποίηση, καθώς επίσης η ευκολία ανταλλαγής, την οποία απολαμβάνουν τα μετρητά χρήματα«.
Ισχύει βέβαια το ότι οι τραπεζικές καταθέσεις, όπως προηγουμένως τα χαρτονομίσματα (τα οποία πλέον προσπαθούν όλες οι τράπεζες να τα καταργήσουν, επιβάλλοντας στα κράτη μέσω των πολιτικών τις θέσεις τους), είναι από νομικής άποψης υποκατάστατο των πραγματικών χρημάτων.
Εν τούτοις, όπως αποδείχθηκε από την τραγωδία της Κύπρου (την οποία απέφυγε η Ελβετία διασώζοντας το 2008 την UBS), οι τραπεζικές καταθέσεις, στην περίπτωση της χρεοκοπίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, δεν έχουν σε καμία περίπτωση την ίδια αξία με τα μετρητά χρήματα – πόσο μάλλον όταν πλέον οι πελάτες των τραπεζών επιβαρύνονται με την παρακολούθηση της οικονομικής τους κατάστασης, μη έχοντας παράλληλα τις απαιτούμενες γνώσεις και πληροφορίες.

Η ανάγκη ριζικής αλλαγής

Με κριτήριο τα παραπάνω η «Πρωτοβουλία του Πλήρους Χρήματος» επιδιώκει αφενός μεν τη θεσμική κατοχύρωση του ηλεκτρονικού λογιστικού χρήματος των τραπεζών, αφετέρου την υπαγωγή του στο κρατικό μονοπώλιο – ισχυριζόμενη πολύ σωστά ότι, τα προβλήματα και οι κίνδυνοι της έκδοσης υποκατάστατων ηλεκτρονικών χρημάτων από τις ιδιωτικές τράπεζες είναι ανάλογα με το παρελθόν, όπου οι τράπεζες εξέδιδαν μόνες τους τα χαρτονομίσματα.
Επομένως, ισχύουν τα ίδια επιχειρήματα, με βάση τα οποία οι Ελβετοί ψήφισαν το 1891 τη δημιουργία ενός κρατικού μονοπωλίου, όσον αφορά την έκδοση χαρτονομισμάτων – οπότε η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να ανακτήσει το μονοπώλιο της δημιουργίας χρημάτων, επίσης σε ηλεκτρονική μορφή, με την ταυτόχρονη απαγόρευση να δημιουργούν λογιστικά χρήματα οι ιδιωτικές τράπεζες.
Ο στόχος αυτής της διαδικασίας είναι επίσης ο ίδιος με τότε: Η σταθερότητα του συστήματος των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, η ασφάλεια των τραπεζικών καταθέσεων των Πολιτών, καθώς επίσης μία επαρκής προσφορά χρήματος στην οικονομία – έτσι ώστε να επιτυγχάνεται μία προνοητική, ελεγχόμενη και δημοκρατικά νομιμοποιημένη νομισματική πολιτική.
Η «Πρωτοβουλία του Πλήρους Χρήματος» επιδιώκει επίσης να είναι τόσο τα μετρητά χρήματα, όσο και τα ηλεκτρονικά ελεύθερα χρεών, όπως στο παρελθόν τα ασημένια φράγκα – όχι όπως τα σημερινά, τα οποία επιβαρύνονται ουσιαστικά με τα χρέη της εκάστοτε οικονομίας. Αυτό δεν σημαίνει πως χρειάζονται ξανά μεταλλικά νομίσματα, αφού τα χρήματα είναι καλυμμένα από το ΑΕΠ της χώρας – από όλα αυτά δηλαδή, τα οποία μπορεί να αγοράσει κανείς με χρήματα.
Όσον αφορά δε την ποσότητα χρήματος, μπορεί να αυξάνεται ανάλογα με το ΑΕΠ, όταν όμως δεν κλιμακώνεται το χρέος της οικονομίας. Τα ελεύθερα χρεών χρήματα μπορεί να καταγράφονται είτε εκτός του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας (όπως συμβαίνει με τα νομίσματα), είτε εντός του – στο παθητικό ως ποσότητα χρήματος, καθώς επίσης στο ενεργητικό ως συμμετοχή στην οικονομία της χώρας.
Ολοκληρώνοντας, το πλήρες χρήμα θα μπορούσε να ανακουφίσει τον προϋπολογισμό της Ελβετίας – ειδικά επειδή η συμμετοχή των καντονιών στα κέρδη της κεντρικής τράπεζας ορίζεται από το σύνταγμα της χώρας, ήδη από το 1891. Εάν λοιπόν η κεντρική τράπεζα είχε το μονοπώλιο της δημιουργίας ηλεκτρονικών χρημάτων, τότε τα κέρδη της θα ήταν πολύ μεγάλα, ωφελώντας τους Πολίτες της και όχι τις τοκογλυφικές τράπεζες.
Τα νέα χρήματα που θα δημιουργούνταν θα μπορούσαν να καταλήξουν στην οικονομία μέσω των δημοσίων δαπανών, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν τόσο στην αποπληρωμή των δημοσίων χρεών, όσο και στη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων – ενώ θα δινόταν τέλος στη δικτατορία των τραπεζών.

Επίλογος

Είναι προφανής η τεράστια ευθύνη του χρηματοπιστωτικού κλάδου διεθνώς, στις κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών – οι οποίες εντείνονται συνεχώς, ενώ γίνονται όλο και πιο συχνές. Στα πλαίσια αυτά είναι επείγουσα και αναγκαία η ρύθμιση του,η οποία δεν πρόκειται να συμβεί εάν δεν αφαιρεθεί το «βασιλικό προνόμιο» που παραδόθηκε ανεύθυνα από τους πολιτικούς στις τράπεζες: η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά.
Επίσης δεν πρόκειται να συμβεί, όσο οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, οι οποίες διοικούν απολυταρχικά τα κράτη, ανήκουν στους διεθνείς τοκογλύφους – με αποτέλεσμα να εγγράφουν τεράστια κέρδη εις βάρος των Πολιτών.
Παράλληλα, διαστρεβλώνουν εντελώς τη λειτουργία της οικονομίας, μεταφέροντας μέσω των οικονομικών κρίσεων, των πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης κοκ., τα εισοδήματα του 99% του πληθυσμού στη μειοψηφική ελίτ του 1% – με αποτέλεσμα να γίνονται οι φτωχοί φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι.
Επομένως, η υιοθέτηση του πλήρους χρήματος, όπου τα δάνεια των εμπορικών τραπεζών θα καλύπτονται κατά 100% από τις καταθέσεις τους, καθώς επίσης η ανάκτηση του προνομίου της έκδοσης χρημάτων από εθνικοποιημένες πλέον κεντρικές τράπεζες, οφείλει να είναι η πρώτη προτεραιότητα των Πολιτών – την οποία πρέπει να επιβάλλουν στις κυβερνήσεις τους, με κάθε θυσία.
  
http://positivemoney.org/about/

http://www.vollgeld-initiative.ch/ansprechpartner/

        Βασίλης Βιλιάρδος
Βιβλιογραφία: Vollgeld Initiative, M. Joob, F. Engdahl

Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

Η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1945 - 1959

Μια ειρηνική Ευρώπη: η αρχή της συνεργασίας

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συστάθηκε με σκοπό να πάψουν οι συχνές και αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ γειτόνων, οι οποίες κορυφώθηκαν κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Από το 1950, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα αρχίζει να ενώνει οικονομικά και πολιτικά τις ευρωπαϊκές χώρες, με στόχο την εξασφάλιση διαρκούς ειρήνης. Τα έξι ιδρυτικά κράτη μέλη είναι το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο και οι Κάτω Χώρες. Τη δεκαετία του 1950 κυριαρχεί ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι διαδηλώσεις που γίνονται στην Ουγγαρία κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος καταστέλλονται από τα σοβιετικά τανκς το 1956. Το 1957, με τη Συνθήκη της Ρώμης ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) ή «Κοινή Αγορά».

1960 - 1969

Μια περίοδος οικονομικής ανάπτυξης

Η δεκαετία του 1960 είναι μια καλή περίοδος για την οικονομία. Σ’ αυτό συμβάλλει το ότι οι χώρες της ΕΕ παύουν να επιβάλλουν δασμούς στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές. Επίσης συμφωνούν να ελέγχουν από κοινού την παραγωγή τροφίμων, έτσι ώστε να υπάρχουν αρκετά τρόφιμα για όλους - σύντομα μάλιστα δημιουργείται πλεόνασμα αγροτικών προϊόντων. Ο Μάιος του 1968 γίνεται γνωστός για την εξέγερση των φοιτητών στο Παρίσι, και πολλές αλλαγές στην κοινωνία και στη συμπεριφορά των ανθρώπων συνδέονται με τη λεγόμενη «γενιά του ’68».

1970 - 1979

Μια κοινότητα σε συνεχή εξέλιξη - Η πρώτη διεύρυνση

Η Δανία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1973, αυξάνοντας τον αριθμό των κρατών μελών σε εννέα. Ο σύντομος, αλλά βάναυσος, αραβοϊσραηλινός πόλεμος τον Οκτώβριο του 1973 οδηγεί σε ενεργειακή κρίση και οικονομικά προβλήματα στην Ευρώπη. Τα τελευταία δεξιά δικτατορικά καθεστώτα στην Ευρώπη εξαλείφονται με την ανατροπή του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία το 1974 και τον θάνατο του στρατηγού Φράνκο στην Ισπανία το 1975. Η περιφερειακή πολιτική της ΕΕ αρχίζει να μεταφέρει τεράστια ποσά για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και υποδομών στις φτωχότερες περιφέρειες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αυξάνει την επιρροή του στις υποθέσεις της ΕΕ και το 1979 όλοι οι πολίτες μπορούν, για πρώτη φορά, να εκλέξουν άμεσα τους εκπροσώπους τους. Τη δεκαετία του 1970 εντείνεται η καταπολέμηση της ρύπανσης. Η ΕΕ θεσπίζει κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος, εισάγοντας για πρώτη φορά την έννοια «ο ρυπαίνων πληρώνει».

1980 - 1989

Η Ευρώπη αλλάζει πρόσωπο - Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου

Η πολωνική συνδικαλιστική οργάνωση Solidarność (Αλληλεγγύη) και ο ηγέτης της Λεχ Βαλέσα γίνονται πασίγνωστα ονόματα σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο μετά τις απεργίες που διοργάνωσαν στα ναυπηγεία του Γκντανσκ το καλοκαίρι του 1980. Το 1981, η Ελλάδα γίνεται το 10ο μέλος της ΕΕ, ενώ η Ισπανία και η Πορτογαλία ακολουθούν πέντε χρόνια αργότερα. Το 1986 υπογράφεται η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Πρόκειται για μια Συνθήκη που παρέχει τη βάση για ένα τεράστιο εξαετές πρόγραμμα με στόχο την επίλυση των προβλημάτων που έχουν σχέση με την ελεύθερη ροή του εμπορίου διαμέσου των συνόρων της ΕΕ και δημιουργεί την «ενιαία αγορά». Στις 9 Νοεμβρίου 1989 σημειώνεται μια σημαντική πολιτική ανατροπή καθώς «πέφτει» το Τείχος του Βερολίνου και ανοίγουν τα σύνορα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας για πρώτη φορά τα τελευταία 28 χρόνια. Αυτό οδηγεί στην επανένωση της Γερμανίας, καθώς η Ανατολική και η Δυτική Γερμανία γίνονται ένα κράτος τον Οκτώβριο του 1990.

1990 - 1999

Μια Ευρώπη χωρίς σύνορα

Με την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι αναπτύσσουν στενότερες σχέσεις γειτνίασης. Το 1993 η ενιαία αγορά ολοκληρώνεται με τις «τέσσερις ελευθερίες», δηλαδή την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, υπηρεσιών, προσώπων και κεφαλαίων. Τη δεκαετία του 1990 υπογράφονται επίσης δύο Συνθήκες: η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το 1993, και η Συνθήκη του Άμστερνταμ, το 1999. Οι Ευρωπαίοι ενδιαφέρονται για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και για τη θέσπιση κοινών μέτρων σχετικά με την ασφάλεια και την άμυνα. Το 1995 η ΕΕ υποδέχεται τρία ακόμη νέα μέλη: την Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Ένα μικρό χωριό του Λουξεμβούργου δίνει το όνομά του στις συμφωνίες του Σένγκεν, οι οποίες επιτρέπουν σταδιακά στους πολίτες να ταξιδεύουν χωρίς έλεγχο διαβατηρίων στα σύνορα. Εκατομμύρια νέοι σπουδάζουν σε άλλες χώρες με τη στήριξη της ΕΕ. Η επικοινωνία γίνεται ευκολότερη, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να χρησιμοποιούν τα κινητά τηλέφωνα και το διαδίκτυο.

2000 – 2009

Περαιτέρω επέκταση

Το ευρώ είναι πλέον το νέο νόμισμα για πολλούς Ευρωπαίους. Αυτή τη δεκαετία ολοένα και περισσότερα κράτη υιοθετούν το ευρώ. Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 ταυτίζεται με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»: αεροσκάφη στα οποία έχει γίνει αεροπειρατεία προσκρούουν σε κτίρια της Νέας Υόρκης και της Ουάσιγκτον. Οι χώρες της ΕΕ αρχίζουν να συνεργάζονται στενότερα για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης εξαλείφονται τελικά με την προσχώρηση 10 νέων χωρών στην ΕΕ. Ακολουθούν, το 2007, η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Τον Σεπτέμβριο του 2008 η παγκόσμια οικονομία πλήττεται από χρηματοπιστωτική κρίση. Η Συνθήκη της Λισαβόνας κυρώνεται από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και τίθεται σε ισχύ το 2009. Παρέχει στην ΕΕ σύγχρονα θεσμικά όργανα και πιο αποτελεσματικές μεθόδους εργασίας.

από το 2010 έως σήμερα

Μια δεκαετία προκλήσεων

Η παγκόσμια οικονομική κρίση πλήττει σκληρά την Ευρώπη. Η ΕΕ βοηθά ορισμένες χώρες να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και θεσπίζει μια «τραπεζική ένωση» με σκοπό ένα ασφαλέστερο και πιο αξιόπιστο τραπεζικό τομέα. Τον Δεκέμβριο του 2012 απονέμεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση το Νόμπελ Ειρήνης. Η Κροατία γίνεται το 28ο μέλος της ΕΕ το 2013. Η κλιματική αλλαγή παραμένει στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης και οι ηγέτες συμφωνούν στη μείωση των επιβλαβών εκπομπών. Το 2014 διεξάγονται οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και εκλέγονται περισσότεροι ευρωσκεπτικιστές. Αποφασίζεται μια νέα πολιτική ασφαλείας μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Ο θρησκευτικός εξτρεμισμός εντείνεται στη Μέση Ανατολή και σε διάφορες χώρες και περιοχές σε όλον τον κόσμο. Οδηγεί σε κοινωνική αναταραχή και πολέμους, που αναγκάζουν πολλούς ανθρώπους να εγκαταλείπουν τις εστίες τους και να αναζητούν καταφύγιο στην Ευρώπη. Η ΕΕ δεν αντιμετωπίζει μόνο το πρόβλημα της φροντίδας των προσφύγων, αλλά γίνεται και στόχος πολλών τρομοκρατικών επιθέσεων.

Οι ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οι οραματιστές ηγέτες που αναφέρονται στη συνέχεια ενέπνευσαν τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία ζούμε σήμερα. Χωρίς τη δική τους ενεργητικότητα και δυναμισμό δεν θα κυριαρχούσε η ειρήνη και η σταθερότητα που θεωρούμε δεδομένη στον κόσμο που ζούμε. Οι ιδρυτές της Ένωσης, από αγωνιστές της αντίστασης μέχρι δικηγόροι, αποτελούσαν μια ποικιλόμορφη ομάδα ανθρώπων με κοινά ιδανικά: μια ειρηνική, ενωμένη και ευημερούσα Ευρώπη. Εκτός από τους ιδρυτές που αναφέρονται παρακάτω, πολλοί άλλοι εργάστηκαν και εργάζονται ακατάπαυστα για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ως εκ τούτου, αυτό το τμήμα για τους ιδρυτές της ΕΕ εξελίσσεται συνεχώς.
https://europa.eu/european-union/about-eu/history_el